-
1 κυφός
A bent forwards, stooping, hunchbacked,ὃς δὴ γήραϊ κ. ἔην καὶ μυρία ᾔδη Od.2.16
; κ. ἀνήρ, πρεσβύτης, Ar.Ach. 703, Pl. 266; σφόνδυλοι ἕλκονται ἐς τὸ κ., in curvature of the spine, Hp.Art.41;τρίγλαι κ. Epich.64
; freq. of shrimps, from their form, Eub.111, Matro Conv.64, AP5.184 (Asclep.); τῶν καρίδων αἱ κυφαί shrimps, e.g. Palaemon squilla, Arist.HA 525b1, cf. 549b12; of birds, Id.IA 710b18; alsoὑπὸ κ. ἄροτρον IG14.2012.14
(Sulp. Max.); cf.κύφων 1
.II curved, round, of a cup, Ath.11.482e.
См. также в других словарях:
κυφός — Ονομασία όρους και πόλης της Θεσσαλίας, κατά την αρχαιότητα, ίσως και ποταμού, σύμφωνα με τον Στέφανο τον Βυζάντιο. Ο Όμηρος αναφέρει ότι ήταν πρωτεύουσα των Αινιάνων και των Περραιβών και ότι πήρε μέρος στην Τρωική εκστρατεία με επικεφαλής τον… … Dictionary of Greek
κραγγών — κραγγών, όνος και κράγγη, ἡ (Α) 1. είδος γαρίδας («τῶν μὲν γὰρ καρίδων αἵ τε κυφαὶ καὶ αἱ κραγγόνες καὶ τὸ μικρὸν γένος», Αριστοτ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) κίσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται ίσως για δάνεια λ.] … Dictionary of Greek